Ούτε που θα το φανταζόμουν πως χρειάζεται μόλις μισή ώρα – όση δηλαδή για να διανύσεις μια απόσταση εντός του αστικού ιστού – για να αλλάξει άρδην το τοπίο γύρω μου. Ξεκίνησα με το αυτοκίνητο από το κέντρο της Αθήνας, και σε 35 χιλιόμετρα άνοιξα την πόρτα και βγήκα στο δάσος, να περιδιαβαίνω στις όχθες μιας μικροσκοπικής λίμνης στα 600 μέτρα σε ένα πλάτωμα, ανάμεσα σε πεύκα και έλατα στις ανατολικές πλαγιές της Πάρνηθας.
Μια κουκλίστικη λίμνη με επιφάνεια μόλις 7 στρεμμάτων και με βάθος που φτάνει τα 9 μέτρα. Πιθανολογούσα ότι είναι τεχνητή, και πράγματι διάβασα ότι δημιουργήθηκε επί Χούντας ως μελλοντικός βιότοπος, αλλά και ως αποθεματικό δυναμικό νερού για έργα που τότε κατασκεύαζαν στη περιοχή – αντικρύσαμε μια παράταιρη εικόνα από κάμποσες πολυτελείς βίλες φυτεμένες μέσα στο δάσος.
Κάναμε τον γύρο της λίμνης στον περιμετρικό χωμάτινο δρόμο, πνιγμένο στο πράσινο και με λίγα λευκά αφράτα απομεινάρια από τον πρόσφατο χιονιά. Τα νερά της τροφοδοτούνται από την πηγή που βρίσκεται βόρεια της λίμνης, όπως και επίσης από το βρόχινο νερό. Μόνιμοι κάτοικοι, εξοικειωμένοι με τους επισκέπτες, και πρόθυμοι να κάνουν φιλίες έναντι μιας μικρής λιχουδιάς, είναι οι πάπιες και οι κύκνοι που κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Στη λίμνη ζουν επίσης κυπρίνοι και χέλια, αρκετές νεροχελώνες, και κάποιες εποχές κάνουν εδώ μια στάση και αποδημητικά πουλιά.
Νωρίς το πρωί το τοπίο ήταν ειδυλλιακό, κάπως ομιχλώδες και μυστήριο, ενώ λίγο αργότερα, μαζί με τον ήλιο που δυνάμωνε, μαζεύτηκαν οικογένειες με πιτσιρίκια και παρέες που απολάμβαναν περιπάτους, ορθοπεταλιές, παιχνίδια με τηλεκατευθυνόμενα σκάφη, instastories, μπόλικο οξυγόνο και βιταμίνη D.