Του κ. Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Συναντιόμαστε στον κωδικό 6, στην προσωπική άσκηση. Ανταμώνουμε δυο-τρεις φορές την εβδομάδα, σε μια ευθεία μισού χιλιομέτρου που τη βαδίζουμε πάνω-κάτω. Εβδομηντάρης εκείνος, καλοστεκούμενος, σοβαρός, αγέλαστος σχεδόν βλοσυρός, δεν δείχνει να είναι από τους ανθρώπους με τάση για ψιλοκουβέντα.
Δεν γνωριζόμαστε. Καθώς όμως έγινε συνήθεια να συναντιόμαστε σε αυτό το μικρό κομμάτι ασφάλτου, αρχίσαμε να χαιρετιόμαστε. Οχι κάτι εγκάρδιο! To μάλλον τυπικό καλημέρα-καλησπέρα των ανθρώπων που θέλουν να είναι ευγενικοί παραμένοντας κλεισμένοι στα δικά τους.
Ετοιμαζόμουν να βάλω μπρος το αυτοκίνητο, όταν χτύπησε το τζάμι της πόρτας του οδηγού. Γύρισα αφηρημένος. Ηθελε να μου μιλήσει. Διαισθάνθηκα πως θα ήταν κάτι περισσότερο από μια τυπική και στα πεταχτά γνωριμία. Βγήκα έξω. Μου συστήθηκε, όπως περίπου συστήνονται οι άνθρωποι στην εποχή μας: όνομα, επάγγελμα, οικογενειακή κατάσταση, τα γνωστά.
Τυπικός εκπρόσωπος μιας μορφωμένης μεσαίας τάξης, δεν είχε διάθεση για περιττές κοινωνικότητες. Γρήγορα προχώρησε στα δύσκολα. «Σας μιλάω σαν πατέρας», είπε. Ενα παιδί με καλές σπουδές, πανεπιστήμιο, μεταπτυχιακά, άνοιξε γραφείο. Ενα «παιδί», σαραντάρης πλέον, που το έπιασε η κρίση, η δουλειά δεν είχε στεριώσει, χτυπήθηκε. Μετά ήρθε η πανδημία· ήταν στραβό το κλήμα… Το γραφείο κλειστό εδώ και δέκα μήνες, το παιδί βουλιάζει, μαραζώνει. Το παιδί, ασφαλώς, δεν είναι πια παιδί, αλλά είναι το παιδί του.
«Μιλάω σαν πατέρας», επανέλαβε, «περπατάω κι έχω την καρδιά μου συνεχώς σφιγμένη», κάνοντας την κίνηση με το χέρι του στο στήθος. Με διαπέρασε! Μου ’φερε στη μνήμη τον πατέρα μου. Κάπως έτσι θα το έλεγε κι αυτός. Σάμπως, δεν θα το ’χε πει; Σίγουρα κι αυτός έτσι θα το είπε. Εγώ ήμουν πιο τυχερός ασφαλώς. Γενικά, η γενιά μου ήταν τυχερή, και ας είχε βεβαίως λιγότερα προσόντα και πιο περιορισμένους ορίζοντες, από τους σημερινούς νέους.
Δεν ξέρεις με ποιον να συμπάσχεις περισσότερο. Με τον νέο άνθρωπο, που περνάει τα καλύτερα χρόνια της ζωής του μέσα στο δυστοπικό περιβάλλον της πανδημίας, χωρίς εργασία, με επιδόματα των 300 ή 500 ευρώ και με αβέβαιες προοπτικές, ή με τον γονιό που θαλασσοδέρνεται με τις έγνοιες για το παιδί του, τη στιγμή που θα μπορούσε είναι πιο ανέμελος τώρα που τα παιδιά μεγάλωσαν και δεν έχει τα άγχη της δουλειάς;
Το ξέρουμε και από τα επίσημα στοιχεία, πως ζει ανάμεσά μας μια «χαμένη γενιά». Με την ύφεση του 2020, που προστέθηκε σε αυτήν των ετών 2008-2016, επιστρέψαμε δυστυχώς στα τέλη του ’90· είκοσι χρόνια πίσω.
Δεν χρειάζονται καν οι στατιστικές. Τα βιώματα των συνανθρώπων μας μιλάνε καλύτερα. Γυναίκες και άνδρες μεταξύ τριάντα και σαράντα πέντε χρόνων το νιώθουν καθημερινά στο πετσί τους και το αφηγούνται.
Οταν εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια της κρίσης σπούδαζαν, ήταν στρατό, είχαν μόλις τελειώσει την άσκηση, το μεταπτυχιακό ή ήταν στην αρχή της επαγγελματικής τους καριέρας. Τα δέκα χρόνια της ύφεσης σάρωσαν χιλιάδες επιχειρήσεις και επαγγελματίες, τους νέους θα άφηναν όρθιους; Πολλοί έφυγαν έξω για να αναζητήσουν προοπτικές. Αλλοι, από ανασφάλεια, ελπίδα ή συναισθηματικό δέσιμο, παρέμειναν εδώ.
Ηταν νέοι τότε, αλλά πια δεν θεωρούνται ακριβώς έτσι. Εβγαλαν αρκετές άσπρες τρίχες στο κεφάλι τους αυτά τα χρόνια, και όχι μόνο επειδή πέρασαν τα χρόνια. Και οι γονείς τους; Αυτοί οι εξηντάρηδες και εβδομηντάρηδες που περπατάνε με σφιγμένη καρδιά; Με το άγχος για το παρόν και το μέλλον του παιδιού τους να τους τρώει, αναζητούν δικαίωμα στα ήσυχα γεράματα.
Πάνε χρόνια που ένας φίλος μού αφηγήθηκε μια συγκινητική ιστορία. Ενα ζευγάρι κάποιας ηλικίας, χωρίς οικονομικά προβλήματα, μετανάστευσε ξαφνικά σε χώρα της Δυτικής Ευρώπης με ανεπτυγμένο κοινωνικό κράτος. Είχαν ένα παιδί με ειδικές ανάγκες και η βασική τους ανησυχία ήταν πώς θα ζούσε αυτό το παιδί όταν εκείνοι θα έφευγαν από τη ζωή. Μέσα στην αγωνία τους, αναζήτησαν και βρήκαν μέρος στην Ευρώπη, που μπορούσε να εξασφαλίσει τις συνθήκες για μια αξιοπρεπή διαβίωση στο παιδί τους. Μετακόμισαν οικογενειακώς εκεί. Πώς βρήκαν το κουράγιο για ένα τέτοιο άλμα στη ζωή τους, ρώτησε ο φίλος μου: «Για να αποκτήσουμε δικαίωμα να πεθάνουμε», απάντησε ο πατέρας.
Μακάβριο, ίσως, αλλά βαθιά συγκινητικό, χαρακτηριστικό μιας γενιάς Ελλήνων γονιών, που παρά τις αλλαγές στον τρόπο ζωής και στις νοοτροπίες παραμένουν πιστοί στο δόγμα: «πρώτα το παιδί». Δυστυχώς, όμως, το «πρώτα το παιδί» στη χώρα μας συνεχίζει να είναι μια πολύ ιδιωτική υπόθεση.